ψακάς

ψακάς
και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, -άδος, ἡ, Α
1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος
2. (για υγρά) μικρή σταγόνα
3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα
4. (γενικά) βροχή
5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον οποίο ξεφεύγουν σταγόνες σάλιου κατά την ομιλία
6. φρ. α) «φοίνισσα ψακάς»
μτφ. βροχή αίματος (Σιμων.)
β) «Βρομίου ψακάδεσσι»
μτφ. σταγόνες κρασιού (Κριτί.)
γ) «ἀργυρίου μηδὲ ψακάς»
μτφ. ούτε δεκάρα τσακιστή (Αριστοφ.)
δ) «ψάμμου ψεκάς» — κόκκος άμμου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. ψᾰ-κ-άς ανάγεται στην συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ψη- τού ψήω*, ψῆν / ψάω «τρίβω», ενώ το -κ- τού τ. είναι δευτερογενές, πιθ. κατά το εἰκάς «η εικοστή μέρα τού μήνα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναλυθεί σε ψ-ακ-άς, με ένθημα -ακ-, και να συνδεθεί με το λιθουαν. spākas «σταγόνα». Η λ. ψακ-άς, -άδος έχει σχηματιστεί με επίθημα -άς, ενώ η λ. ψάκ-αλον τής ίδιας οικογένειας με υγρό επίθημα -αλ- (πρβλ. ἰκμ-άς, -άδος: ἰκμ-αλ-έος, ῥωγ-άς: ῥωγ-αλ-έος). Ο ιων. / ελληνιστικός, τέλος, τ. ψεκάς (πρβλ. ψεκάζω) έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -α- σε -ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψακάς — drop of rain fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδα — ψακάς drop of rain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδας — ψακάς drop of rain fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδες — ψακάς drop of rain fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδεσσιν — ψακάς drop of rain fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδι — ψακάς drop of rain fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδος — ψακάς drop of rain fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάδων — ψακάς drop of rain fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακάσι — ψακάς drop of rain fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκάδα — ψακάς drop of rain fem acc sg ψεκάς drop of rain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”